αριθμητήριο

αριθμητήριο
Όργανο για την εκτέλεση απλών αριθμητικών υπολογισμών. Αποτελείται συνήθως από 10 ράβδους οριζόντιες ή κατακόρυφες και από μικρές σφαίρες ή δίσκους που μπορούν και μετακινούνται κατά μήκος της κάθε ράβδου.
* * *
το
σχολικό όργανο χρήσιμο στην πρακτική διδασκαλία της αρίθμησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αριθμώ. Η λ. αριθμητήριον μαρτυρείται από το 1890 στον Β. Σκορδέλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αριθμητήριο — το σχολικό όργανο για την εποπτική διδασκαλία της αριθμητικής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αριθμώ — (AM ἀριθμῶ, έω) απαριθμώ, μετρώ, υπολογίζω νεοελλ. 1. καθορίζω, χαρακτηρίζω κάτι με αριθμό 2. (για ομάδα ή σύνολο) περιλαμβάνω 3. υπολογίζω κατά προσέγγιση αρχ. 1. υπολογίζω τα χρέη μου, πληρώνω 2. θεωρώ, νομίζω 3. παθ. συγκαταλέγομαι,… …   Dictionary of Greek

  • λογιστήριο — το (Α λογιστήριον) [λογιστής] νεοελλ. 1. γραφείο ή τμήμα δημόσιας ή ιδιωτικής επιχείρησης, όπου τηρούνται τα λογιστικά βιβλία και διεξάγεται η λογιστική υπηρεσία («πρέπει να πάτε στο λογιστήριο να πληρωθείτε») 2. φρ. «Γενικό Λογιστήριο» η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”